- ευανάληπτος
- εὐανάληπτος, -ον (ΑΜ)μσν.αυτός που λαμβάνει, δέχεται κάτι εύκολα, αυτός που είναι ικανός για κάτι, ο επιδεκτικόςαρχ.1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασύρει εύκολα2. ιατρ. α) αυτός που επανορθώνεται εύκολαβ) (για μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα) αυτός που αποκαθίσταται εύκολα.επίρρ...εὐαναλήπτωςκατά τρόπο ευανάληπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-ληπτος (< ανα-λαμβάνω), πρβλ. δυσ-ανά-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.